Σπίτι μου, σπιτάκι μου…
«Οι λέξεις ζουν στο μυαλό μας.» γράφει η Βιρτζίνια Γουλφ. Και καθορίζουν τη ζωή μας κουβαλώντας τις προκαταλήψεις που επικράτησαν στην μακραίωνη ιστορία του ανθρώπου. Ο οίκος συνδέθηκε άμεσα με την περιορισμένη σ΄αυτόν γυναίκα, οικοκυρά, οικοδέσποινα, διαχειρίστρια των αγαθών του οικονόμο, την κύρια και άμισθη ενασχόλησή της με αυτόν, τα οικιακά, ή το παλαιότερο μάθημα, το προορισμένο αποκλειστικά για παιδιά γένους θηλυκού στα σχολεία, τα οικοκυρικά. Αντικαταστάθηκε στη διάρκεια των αιώνων από το εξελληνισμένο λατινικό hospitium (το χώρο φιλοξενίας των ξένων επισκεπτών) μεσαιωνικό οσπίτιον, σπίτιν, σημερινό σπίτι. Αφήνοντας τη χρήση της παλαιότερης έννοιας για την εξαίρεση, όπως τον «οίκο του Κυρίου» των πιστών, των «οίκων της μόδας» της διαμορφωμένης ως επί το πλείστον από άνδρες αλλά και τον «οίκο ανοχής» της «μη κανονικής» σεξουαλικότητας. Το σπίτι συμβολίζει ανέκαθεν το οικείο και το γνώριμο όχι μόνο στην ελληνική αλλά και στη γερμανική και στην αγγλική, το «σε μένα» στα γαλλικά. Ταυτίζεται με τη γενέθλια γη και τον πόνο ή την αρρώστια που προκαλεί η απομάκρυνσή του από αυτό. Καταγράφεται έτσι στο ασυνείδητο ως ένας τόπος- καταφύγιο από τους κάθε λογής εξωτερικούς κινδύνους, κατοχυρώνεται και νομικά ως οικογενειακό άσυλο που παραβιάζεται μόνο παρουσία εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας.
Η εικόνα του φέρει αναπόφευκτα και τη μνήμη της ιστορίας μας. Δομείται από το αρχαίο παρελθόν μέχρι το σύγχρονο παρόν μας σύμφωνα με τα έμφυλα, διακριτικά σημαίνοντα του κυρίαρχου ιστορικά πατριαρχικού λόγου. Που προβάλλονται στις αρχιτεκτονικές μακέτες, στα διαφημιστικά τους φυλλάδια και στα πραγματικά κτήρια. Με τις εστίες και τις κρεβατοκάμαρες με τα βεστιάρια και τις τουαλέτες-έπιπλα να αποτελούν τους μοναδικούς αναγνωρίσιμους για τις γυναίκες χώρους. Ενώ το «δικό της δωμάτιο», εκείνο που διεκδίκησε στο ομώνυμο δοκίμιο της η Γουλφ το 1929 ως χώρο εργασίας για τις γυναίκες δημιουργούς, να παραμένει ανεκπλήρωτο όνειρο. Μια κραυγαλέα απουσία που διαβάζεται όχι μόνο στα χαμηλοτάβανα, μπετονένια κλούβια που ανεγείρουν οι κατασκευαστές τους με αποκλειστικό όχημα το κέρδος αλλά και στις πολυτελείς επαύλεις, τις κατασκευασμένες σαν το βγαλμένο από μια στερεότυπη σαπουνόπερα επιτραπέζιο παιγνίδι «σπίτι των ονείρων».
«Η πόλη είναι ένας ζωντανός οργανισμός και όχι απλώς ένα άθροισμα άψυχων κτιρίων» έγραψε σε πρόσφατο άρθρο του ο ομότιμος καθηγητής της αρχιτεκτονικής Τάσης Παπαϊώάννου. Η αρχιτεκτονική, ο τρόπος που σχεδιάζονται και δομούνται τα σπίτια μας δεν εξυπηρετεί απλά τις ανάγκες στέγασης δεν μορφώνει, μέσα από τις προσόψεις αλλά και τις διακοσμήσεις του εσωτερικού των κτηρίων της, μόνο την αισθητική μας αλλά καθορίζει και τον τρόπο και την ποιότητα της ζωής μας.
Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή «η επιστημονική τέχνη δημιουργίας δομικών εκφράσεων», καθώς την αποκάλεσε ο Αμερικανός αρχιτέκτονας Φρανκ Λόιντ Ράιτ, διατυπώθηκε τόσο στην αρχαιότητα όσο και στη διάρκεια της εξέλιξης της από την Αναγέννηση και μετά μέσα από τη σύμπραξη αρχιτεκτόνων και καλλιτεχνών, με φόρμες που αντανακλούσαν τα πολιτισμικά ιδεώδη της εποχής τους. Μεταφέρθηκε στις εξπρεσιονιστικές ταινίες του Φριτς Λαγκ ή του μαγικού ρεαλισμού του Βίμ Βέντερς. Μεταπλάσθηκε στις εφιαλτικές γλυπτικές κατασκευές και εγκαταστάσεις της Λουίζ Μπουρζουά ή της Ρεμπέκα Χορν, τις μνημειώδεις «Πύλες» του Christo και της Jeanne- Claude, στους ανακουφιστικούς καθρέφτες του Ουρανού» του Anish Kapoor. Εξελίχτηκε σε ένα πεδίο καλλιτεχνικού πειραματισμού των σύγχρονων αρχιτεκτόνων, όπως στα ανορθόδοξα σουρεαλιστικά ή κονστρουβιστικά οικοδομήματα των Φρανκ Γκέρι ή της Ζάχα Χαντίντ. Της «γυναίκας αρχιτέκτονα», όπως δήλωνε, που θέλησε να συμπεριλάβει τον «κόσμο που δεν είναι παραλληλόγραμμο» και τις κοινωνικές του διαστάσεις στο δημόσιο χώρο. Με το πρωταρχικό αίτημα της λειτουργικότητας της αρχιτεκτονικής, που έθεσε το μεσοπολεμικό κίνημα του Μπάουχάους» υπό τον αρχιτέκτονα Βάλτερ Γκρόπιους, μέσα από την όσμωση εφαρμοσμένων και καλών τεχνών, να παραμένει πάντα το ζητούμενο.
Η έκθεση « There’s No Place Like Home»
Η έκθεση που διοργανώνει η λέκτορας του Τμήματος Εσωτερικής Αρχιτεκτονικής του Πανεπιστήμιου του Μπράιτον Ραφαέλλα Σιάγκρη, σε συνεργασία με τους δασκάλους δυο εργαστηρίων ζωγραφικής της ΑΣΚΤ, της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ, του τμήματος Δημιουργικού Σχεδιασμού και Ένδυσης του Διεθνούς Πανεπιστημίου της Ελλάδος καθώς και του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του ΕΚΠΑ, προδιαγράφει εξ αρχής το πολυσχιδή χαρακτήρα τής σύνθεσής της. Ο τίτλος της μας προϊδεαζει για το σκεπτικό που συνέχει την έκθεση και αφορά το φαντασιακό ιδεώδες του «σπιτιού». Συμβαίνει σε μια περίοδο όπου η κακοποίηση λόγω φύλου αποτελεί ένα διαρκώς διογκούμενο ζήτημα, και λόγω της απόφασης των γυναικών να κατονομάσουν δημόσια το πρόβλημα, το ριζωμένο βαθιά στις σύγχρονες διαφωτισμένες ή μη κοινωνίες. Τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για το 2023 (1 στις 6 έφηβες 15- 19 ετών βρίσκονται σε κακοποιητική σχέση), του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου(3.500 θάνατοι από δολοφονίες γυναικών από άνδρες το 2024 ) αλλά και των καθ΄ημάς αστυνομικών αρχών( μόνο ελήφθησαν το 2024 35.150 κλήσεις για ενδοοικογενειακή βία και διεπράχθησαν 12 γυναικοκτονίες, μια εξ αυτών μπροστά από αστυνομικό τμήμα) τρομάζουν. Πόσο μάλλον όταν είναι δεδομένο ότι οι αριθμοί αυτοί δεν καθρεφτίζουν όλο το εύρος του φαινομένου ,όταν οι θύτες ιατρικοποιούνται και τιμωρούνται με ποινές εξευτελιστικές, τα -επιζώντα- θύματα αντιμετωπίζονται από τις αρμόδιες αρχές μέσα στο Γολγοθά της επανειλημμένης αναπαράστασης του τραυματικού βιώματος με δυσπιστία, πολλές από τις καταγγελίες μπαίνουν γρήγορα στο αρχείο ενώ άλλες δικάζονται ως απλά αδικήματα σεξουαλικής επίθεσης, ο όρος γυναικοκτονία παραμένει σε πολλές χώρες όπως η Ελλάδα νομικά ακατοχύρωτος και ακόμα και ο ηλεκτρονικός διορθωτής τον κοκκινίζει.
Μέσα σε αυτό το ερεβώδες κλίμα οι συμμετέχοντες εικαστικοί καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες, δάσκαλοι και φοιτητές, διατυπώνουν ο καθένας με τα δικά του εργαλεία τον πολυσήμαντο τόπο διαβίωσης του σύγχρονου ανθρώπου Αποδίδουν τη γυναικεία ύπαρξη με το κλασσικό μορφοπλαστικό λεξιλόγιο της αναπαραστατικής τέχνης, αλληγορικά, μέσα στο ευάλωτο της ομορφιάς της. Την προβάλλουν αφαιρετικά ως μια φιγούρα που κινείται μέσα σε έναν κόσμο εχθρικό που μορφώνεται από δυναμικές επιθετικές φόρμες. Γράφουν το γυναικείο σώμα μέσα στον μακραίωνο εγκλωβισμό του σε τετραγωνισμένα πλαίσια. Αποτυπώνουν με την τεχνική του κολλάζ το εσωτερικό του σπιτιού ως έναν τόπο σημαδεμένο από τη βία. Μεταπλάθουν τις κερματισμένες εικόνες της μεγάλης και της μικρής οθόνης στο κερματισμένο σύγχρονο ατομικό μας σύμπαν όπου εμφωλεύει ο φόβος. Αναδεικνύουν με το εύθραυστο και συνδεδεμένο με τα συλλεκτικά μπιμπελό της αστικής βιτρίνας, υλικό της πορσελάνης, την κυρίαρχη ,καθισμένη στην πολυθρόνα-θρόνο, ντυμένη με την κλασσική ενδυμασία του ευπόληπτου «νοικοκυραίου», μορφή με το καλυμμένο πλήρως από το σχηματοποιημένο σπίτι πρόσωπο. Και το τρόπαιό της, το χαλί το φτιαγμένο από το τομάρι μιας δολοφονημένης άγριας λέαινας, απλωμένο στα πόδια της. Δείχνουν τα προϊόντα της γυναικείας δεξιότητας, τις παραδοσιακές φορεσιές αλλά και την πολλαπλά καρφιτσωμένη σαν καρφωμένη, μαξιλαροθήκη, που αποτελούν την καταργημένη μόλις τη δεκαετία του ΄80΄στην Ελλάδα «προίκα». Και ομιλούν για τη μακραίωνη μετάλλαξη της γυναίκας σε αντικείμενο εκμετάλλευσης του ανδρός. Μετατρέπουν την κατεστημένη εικόνα του γαμήλιου κοιτώνα τ σε ένα πολύχρωμο «δικό της δωμάτιο» δημιουργίας, φτιαγμένο με τα παλιά ρούχα. Ανατρέπουν το πατριαρχικά σχεδιασμένο σπίτι σε έναν τόπο ρευστό όπου η γυναίκα καταλαμβάνει σταδιακά το χώρο.
Μισό αιώνα και πλέον μετά την έκρηξη του Β΄ φεμινιστικού κινήματος καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες συναντώνται, για να διαδηλώσουν από κοινού « το δικαίωμα» της γυναίκας «στο σπίτι», στον ισότιμο σχεδιασμό και στη μόρφωσή του σύμφωνα και με τις δικές της ανάγκες και επιθυμίες. Και στη μετατροπή του από μια φονική παγίδα σε ένα πραγματικό, κατά τον μεγάλο, πρωτοπόρο αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη, «δοχείο ζωής»,
Λήδα Καζαντζάκη, ιστορικός τέχνης